ελευθερώνομαι

ελευθερώνομαι
ελευθερώνομαι, ελευθερώθηκα, ελευθερωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δίημι — (Α) [ίημι] 1. διαπερνώ 2. επιτρέπω τη διέλευση 3. διαλύω, απολύω 4. παθ. (για φυλακισμένους, αιχμαλώτους) απολύομαι, ελευθερώνομαι 5. μαλακώνω κάτι διαβρέχοντάς το 6. (για δόντια) ξεσφίγγω 7. φρ. «διίημί τι τοῡ στόματος» ξεστομίζω, αναφέρω …   Dictionary of Greek

  • ελευθερώνω — και λευθερώνω και λευτερώνω (ΑΜ ἐλευθερῶ, όω Μ και ἐλευθερώνω) 1. απελευθερώνω από ξενικό ζυγό, από εχθρική κατοχή («ελευθέρωσε τα νησιά», «ἴτε παῑδες Ἑλλήνων, ἐλευθεροῡτε πατρίδα», «ἐλευθερῶσαι τὴν πόλιν») 2. απελευθερώνω δούλο, χαρίζω σε δούλο… …   Dictionary of Greek

  • λιμπεράρω — μεσ. λιμπεράρομαι ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. liberare «ελευθερώνω»] …   Dictionary of Greek

  • μαιούμαι — μαιοῡμαι, όομαι (Α) [μαία] 1. (για μαία) βοηθώ επίτοκη γυναίκα να ξεγεννήσει («τάς τε τεκούσας ἐμαιοῡτο», Λουκιαν.) 2. (για επίτοκο) ελευθερώνομαι, γεννώ 3. (για τροφό) θηλάζω («μαζῷ μαιώσατο», Νόνν.) 4. μτφ. (για την Ηώ) γεννώ την ημέρα …   Dictionary of Greek

  • ξεγλυτώνω — ξεγλυτώνα> (Μ) 1. γλυτώνω κάποιον, σώζω ή ελευθερώνω κάποιον από κάτι 2. ξεφεύγω, ελευθερώνομαι από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + γλυτώνω] …   Dictionary of Greek

  • ξεμπερδένω — απαλλάσσομαι, ελευθερώνομαι, ξεμπερδεύω («κι αν ξεμπερδέσω ς μια μερά, σ άλλη μεταμπερδένω», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπλασμ. τ. τού ξεμπερδεύω] …   Dictionary of Greek

  • προελευθερούμαι — όομαι, Α ελευθερώνομαι προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • συνεκλύω — Α 1. χαλαρώνω, εξασθενίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. μέσ. συνεκλύομαι α) γραμμ. (για γλώσσα) χάνω το κύρος και την πειθώ μου, χαλαρώνω β) ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι συγχρόνως («αἱ διὰ τοῡ θανάτου τῶν σωμάτων ἐκλυθεῑσαι ψυχαὶ καὶ τῶν κατὰ τὸν βίον …   Dictionary of Greek

  • υπολωφώ — άω, ΜΑ μσν. σταματώ για λίγο («ὑπελώφησεν ἡ καταφορὰ τῶν ὄμβρων», Κ. Μανασσ.) αρχ. μτφ. (για πρόσ.) ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι από κάτι («ἤδη μὲν παντὸς φόβου ὑπολωφῶντες», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λωφῶ «σταματώ, λήγω»] …   Dictionary of Greek

  • ωδίς — η / ὠδίς, ῑνος, ΝΜΑ, και ὠδίν, ῑνος, Α (συν στον πληθ.) οι ωδίνες και αἱ ὠδῑνες οι πόνοι τού τοκετού μσν. επινόηση, εφεύρεση αρχ. 1. τέκνο που γεννιέται με πόνους («παῑδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῑνα», Αισχύλ.) 2. σφοδρός πόνος, οδύνη 3. επίπονο έργο τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”